χαλκοειδής — like copper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με χαλκό 2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή (αρχ) χαρακτηρισμός τού… … Dictionary of Greek
χαλκοειδῆ — χαλκοειδής like copper neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκοειδής like copper masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκοειδής like copper masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοειδεῖς — χαλκοειδής like copper masc/fem acc pl χαλκοειδής like copper masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοειδές — χαλκοειδής like copper masc/fem voc sg χαλκοειδής like copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκειώδης — ῶδες, Α [χάλκειος] χαλκοειδής* («χαλκειῶδες φάρμακον», Ζώσ. Αλχ.) … Dictionary of Greek
χαλκολίβανος — ὁ, Α πιθ. χαλκοειδής λίθανος ή, κατ άλλους, ορείχαλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + λίβανος] … Dictionary of Greek
χαλκοφανής — ές, ΜΑ χαλκοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. κρυσταλλο φανής, χρυσο φανής] … Dictionary of Greek
χαλκώδης — ῶδες, Α [χαλκός] χαλκοειδής … Dictionary of Greek